- ἀκινητίνδα
- ἀκινητίνδαindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακινητίνδα — Αρχαίο ελληνικό παιχνίδι. Οι παίκτες συναγωνίζονταν ποιος θα μπορούσε να μείνει περισσότερη ώρα ακίνητος στην ίδια θέση … Dictionary of Greek